- θρόμβου
- θρόμβοςlumpmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεβίτιδα — Φλεγμονή μιας φλέβας, που σχεδόν πάντα ακολουθείται από τον σχηματισμό ενός θρόμβου στον αυλό της, εξαιτίας προοδευτικής εναπόθεσης αιμοπεταλίων ινικής και εμμόρφων στοιχείων του αίματος στα τοιχώματα της φλέβας που έχουν αλλοιωθεί από την… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
θρομβεκτομή — Αφαίρεση ενός θρόμβου αίματος από ένα αιμοφόρο αγγείο, για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας του αίματος. * * * και θρομβεκτομία, η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση θρόμβου από αγγείο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
αιμοπετάλιο — το, ή θρομβοκύτταρο, μικρό, άχρωμο, απύρηνο, συνήθως στρογγυλό έμμορφο στοιχείο τού αίματος, σημαντικό για τον σχηματισμό τού θρόμβου κατά την πήξη τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + πετάλιο απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. blood… … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
θρομβογένεση — η η δημιουργία θρόμβου σε αγγείο τού σώματος … Dictionary of Greek
θρομβοελαστικογράφημα — το διάγραμμα που παρέχει πληροφορίες για την έναρξη τής πήξης, τον χρόνο πήξης τού αίματος και τη στερεότητα τού θρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombelastogram < thromb (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + gram (πρβλ.… … Dictionary of Greek
θρομβοελαστικογραφία — η μέθοδος διερεύνησης τής πήξης τού αίματος και τών ιδιοτήτων τού θρόμβου που έχει σχηματιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thrombo elastographie < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + graphie (πρβλ. γραφιά < γράφος … Dictionary of Greek
θρομβοκύτταρο — το βιολ. κύτταρο τού αίματος τών σπονδυλοζώων που συνδέεται λειτουργικά με την πήξη τού αίματος και τον σχηματισμό θρόμβου και το οποίο στα θηλαστικά αντιπροσωπεύεται από το αιμοπετάλιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombocyte <… … Dictionary of Greek